Όταν κάποιος αναφέρεται στην έννοια του εαυτού ή της εικόνας εαυτού, συνήθως γίνεται και λόγος για την αποδοχή του εαυτού. Η αυταποδοχή αναφέρεται στην αναγνώριση και αποδοχή του γεγονότος ότι ο εαυτός μας έχει δυνατά και αδύναμα σημεία. Συνήθως τα θετικά, δυνατά στοιχεία που έχει ο καθένας προσπαθεί να τα αξιοποιήσει και ίσως τα θεωρεί δεδομένα, ενώ τα αδύναμα στοιχεία τις περισσότερες φορές όχι μόνο δεν γίνονται αποδεκτά, αλλά γίνεται και ένας πολύ σκληρός αγώνας για να διορθωθούν.

 

«Όταν συμπεριφέρομαι ανεύθυνα και ξοδεύω όπου ‘ναι τα χρήματα μου, θυμώνω με τον εαυτό μου. Δεν θα έπρεπε να τα κάνω αυτά, πρέπει είμαι πιο προσεκτική.»

Μ., 23 ετών

 

Πολύ συχνά οι άνθρωποι, ιδιαίτερα όσοι έχουν υψηλές προσδοκίες από τον εαυτό τους, βιώνουν απογοήτευση από τον εαυτό τους και δυσάρεστα συναισθήματα όταν δεν ανταποκρίνονται σε αυτές τις υψηλές προσδοκίες. Δυσκολεύονται να αποδεχτούν τον εαυτό τους ως έναν ατελή άνθρωπο που μπορεί να κάνει λάθος ή να είναι αδύναμος, το οποίο διαφέρει από τον ιδανικό (συνήθως δυνατό, αυτόνομο και ανεξάρτητο) εαυτό που μπορεί να έχουν στο μυαλό τους. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο το άτομο υποφέρει, αδυνατώντας να ενσωματώσει στην εικόνα εαυτού του τα όποια μειονεκτήματά του και βέβαια μπαίνει σε έναν ανέλπιδο συνήθως αγώνα να τα διορθώσει, να τα πολεμήσει ή να τα αγνοήσει, δίχως επιτυχία.

Το πόσο όμως αποδέχεται κανείς τον εαυτό του, σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις εμπειρίες που έχει βιώσει στο παρελθόν. Η εμπειρία που έχουν κάνει οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αυτή της «υπό-όρους αποδοχής», δηλαδή ότι αξίζει κάποιος να τον αγαπάνε όταν ικανοποιεί τους όρους και τις προϋποθέσεις που θέτουν οι σημαντικοί άλλοι του περιβάλλοντος του. Αυτό το μοντέλο αγάπης και αποδοχής του εαυτού εσωτερικεύεται και συνήθως δημιουργεί ανθρώπους που με το χρόνο θέτουν οι ίδιοι αυστηρές προϋποθέσεις στους εαυτούς τους, δημιουργώντας έτσι απόσταση από τις πραγματικές τους σκέψεις, συναισθήματα, ανάγκες και επιθυμίες. Επιπλέον, η υπό -όρους αποδοχή συχνά συνδέεται με την αδυναμία αποδοχής των αρνητικών ή αδύναμων στοιχείων της προσωπικότητας κάποιου.

 

«Δεν θέλω να έχω συναισθήματα. Γίνομαι ένας αδύναμος φλώρος, που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του.»

Λ., 21 ετών

 

Συνήθως οι άνθρωποι που δεν αποδέχονται τον εαυτό τους κρύβονται πίσω από την ασπίδα της δύναμης και της ανεξαρτησίας και οτιδήποτε απειλεί αυτό το οικοδόμημα είναι κίνδυνος που πρέπει να τον διώξουν μακριά. Ωστόσο, έτσι καταλήγουν να πολεμούν τον ίδιο τους τον εαυτό, κάτι εξαιρετικά ψυχοφθόρο. Πώς όμως μπορεί να αλλάξει αυτή η στάση απέναντι στον εαυτό; Σίγουρα δεν συμβαίνει αν συνεχίσει κάποιος να πολεμά πλευρές του εαυτού του, αλλά χρειάζεται να αναγνωρίσει ότι και οι αδυναμίες του είναι κομμάτια του εαυτού του. Αυτό βέβαια δεν γίνεται από τη μία στιγμή στην άλλη, ωστόσο είναι εφικτό.

Στο να αποδεχτεί κάποιος τις πλευρές του εαυτού τους που δεν του αρέσουν, βοηθά αρκετά το να διαχωριστεί η εικόνα του εαυτού και από τη συμπεριφορά του. Το να γίνει αυτός ο διαχωρισμός σημαίνει:

  • Δεν είναι ένας κακός άνθρωπος, είναι ένας άνθρωπος που έκανε κάτι λάθος.
  • Το να κάνει κανείς ένα λάθος ή να δείχνει ότι σε κάποιους τομείς είναι αδύναμος, δεν τον καθορίζει συνολικά ως άνθρωπο.
  • Οι αδυναμίες στη συμπεριφορά μπορούν να διορθωθούν με προσπάθεια, χωρίς κατηγορίες ή αυστηρές τιμωρίες του εαυτού.

Έτσι δημιουργείται μία αίσθηση ότι ο εαυτός ως σύνολο είναι ένα άτομο που αξίζει εκτίμησης και αγάπης και ότι ένα λάθος ή μια παράλειψη δεν σημαίνει ότι δεν αξίζει να αγαπηθεί, αλλά απλά ότι είναι μια αναπόφευκτη παράμετρος του να είναι κανείς άνθρωπος.

Ένα άτομο που αποδέχεται τον εαυτό του δεν αισθάνεται “λιγότερο” από άλλους εξαιτίας των αδυναμιών και αποτυχιών του, ούτε αισθάνεται “καλύτερο” από άλλους λόγω των δυνάμεων και των επιτυχιών του. Η αυταποδοχή είναι στοιχείο μιας υγιούς σχέσης με τον εαυτό. Δεν σημαίνει ότι το άτομο δεν αξιολογεί τη συμπεριφορά του. Αντιλαμβάνεται τη συμπεριφορά του και είναι πρόθυμο να κάνει αλλαγές για να τη βελτιώσει, χωρίς όμως να πιστεύει ότι είναι κακός άνθρωπος. Όταν αντιλαμβάνεται τις αδυναμίες του, εξακολουθεί να βιώνει θλίψη, στεναχώρια ή απογοήτευση, χωρίς ωστόσο να απορρίπτει συνολικά τον εαυτό του.

 

«Έμαθα να συγχωρώ τον εαυτό μου, να μη με δικάζω ή τουλάχιστον να με δικάζω…περνάω καλά με εμένα.»

Τ., 22 ετών